θεληματάρης

θεληματάρης
ο
θηλ. ουδ. -ικο
1. αυτός που κάνει θελήματα (μικροπαραγγελίες), ο πρόθυμος και ικανός για μικροθελήματα.
2. που έχει αλύγιστη θέληση, πεισματάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεληματάρης — άρα, άρικο (Μ θεληματάρης, άρα, άρικο και θεληματάριος, ον) νεοελλ. αυτός που κάνει θελήματα με αμοιβή ή δωρεάν μσν. 1. πεισματάρης 2. απειθάρχητος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) (στο Βυζάντιο) οἱ θεληματάριοι εθελοντές μισθοφόροι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”